Beam me up Scotty…
Ο Λινουξάς ο πρώην Windowsάς και ο Τρέκκι.

ΟΔΥΣΣΕΙΑ : Μέρος 1ο.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΧΑΙΩΝ

Μετά την κατάληψη και καταστροφή της Τροίας, η μόνη σκέψη των Ελλήνων βασιλιάδων ήταν να πάρουν το δρόμο της επιστροφής για την πολυπόθητη πατρίδα. Δέκα ολόκληρα χρόνια πολεμικών επιχειρήσεων είχαν κουράσει τους ίδιους μα και το στρατό τους. Είχε έρθει η ώρα να γυρίσουν πίσω στις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, που τώρα πια θα είχαν ήδη γίνει σωστά παλικάρια τα μικρά αγόρια και ολοκληρωμένες γυναίκες τα κορίτσια τους.

Όμως, η Αθηνά ήταν χολωμένη με τους Έλληνες που δε σεβάστηκαν καθόλου τα ιερά και τους βωμούς των αθανάτων που υπήρχαν στην Τροία. Έτσι, άλλοι από τους Έλληνες αρχηγούς έφτασαν πολύ γρήγορα στις πόλεις τους, όπως ο Διομήδης και ο Αγαμέμνονας, όμως εκεί είχαν να αντιμετωπίσουν πολύ σημαντικά προβλήματα με τις συζύγους τους. Άλλοι πάλι περιπλανήθηκαν αρκετά, όπως ο Μενέλαος, που μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια έφτασε στη Σπάρτη.

Αυτός όμως που έμεινε ονομαστός για την πολύπαθη επιστροφή του στην πατρίδα και δέκα χρόνια παράδερνε μέσα στα κύματα του φοβερού πελάγους και σε χώρες εξωτικές και άγνωστες ήταν ο Οδυσσέας, ο βασιλιάς της Ιθάκης ο πολυμήχανος ήρωας που με την εξυπνάδα και την πονηριά του σκέφτηκε τη δημιουργία του Δούρειου Ίππου που σήμανε την ολοκληρωτική καταστροφή της Τροίας.

Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΙΚΟΝΩΝ

Την επόμενη μέρα στης άλωσης, τα δύο αδέρφια, ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος, διαφώνησαν σχετικά με τη μέρα της αναχώρησης. Ο πρώτος ήθελε να περιμένουν λίγο καιρό για να εξευμενίσουν με θυσίες την Αθηνά, ενώ ο δεύτερος επιθυμούσε να αναχωρήσουν αμέσως. Ο Οδυσσέας αρχικά ακολούθησε τον Μενέλαο. Όμως, στον πρώτο σταθμό του ταξιδιού τους, την Τένεδο, διαφώνησε με τον άντρα της Ελένης και επέστρεψε με τα δώδεκα πλοία του στην Τροία, όπου έσμιξε με το στόλο του Αγαμέμνονα. Μετά από λίγες μέρες ξεκίνησαν όλοι μαζί, αλλά γρήγορα χωρίστηκαν, γιατί οι βοριάδες που φυσούσαν έριξαν τα πλοία του Οδυσσέα στις θρακικές ακτές, στη χώρα των Κικόνων, πιο συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα της χώρας, την Ίσμαρο. Οι Κίκονες ήταν σύμμαχοι των Τρώων στη διάρκεια του πολέμου, γι’ αυτό ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του πολιόρκησαν το κάστρο της πόλης και στη συνέχεια την κατέστρεψαν και σκότωσαν τους κατοίκους. Σεβάστηκαν μόνο τον Μάρωνα, τον ιερέα του Φοίβου, που ήταν προστάτης της πόλης, και την οικογένειά του. Αυτός για να τους ευχαριστήσει τους χάρισε πολύτιμα δώρα: εφτά μαλαματένια κοσμήματα, καλοδουλεμένα και αστραφτερά, ένα ασημένιο κύπελλο και δώδεκα στάμνες θεϊκό, γλυκόπιοτο κρασί.

Ο Οδυσσέας αμέσως μετά την καταστροφή της πόλης και την αρπαγή των θησαυρών και των γυναικών επέμενε να συνεχίσουν αμέσως το ταξίδι τους.

Δυστυχώς όμως οι άντρες του έστησαν γλέντι στο λιμάνι έτρωγαν ψητά αρνιά και βόδια και μεθούσαν με γλυκό κρασί. Έτσι, κάποιοι Κίκονες που είχαν ξεφύγει τη σφαγή, κάλεσαν ενισχύσεις από τις γύρω πόλεις και τα χωριά. Έφτασαν λοιπόν χιλιάδες οπλισμένοι πολεμιστές, άλλοι πεζοί και άλλοι πάνω στ’ άλογα. Παρατάχτηκαν απέναντι από τα πλοία των Ιθακήσιων και ξεκίνησε φοβερή μάχη. Όμως με τη δύση του ήλιου, οι Έλληνες, που ήταν εξαθλιωμένοι από την κούραση και το πολύ κρασί, νικήθηκαν από τους πολυάριθμους Κίκονες. Ο Οδυσσέας σ’ αυτή την αναμέτρηση έχασε εβδομήντα δύο συντρόφους. Οι υπόλοιποι επιβιβάστηκαν στα καράβια και απομακρύνθηκαν αμέσως από τη θρακική ακτή

Ο ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΛΩΤΟΦΑΓΩΝ

Σε λίγο ξέσπασε φοβερή καταιγίδα. Ο Βοριάς φυσούσε δαιμονισμένα, κατάμαυρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και τεράστια κύματα σηκώθηκαν. Ο Οδυσσέας με τους άντρες του κατάφεραν να φτάσουν σ’ ένα ακρογιάλι όπου παρέμειναν δύο μερόνυχτα. Όταν η καταιγίδα κόπασε, ξεκίνησαν πάλι. Το ταξίδι συνεχιζόταν ήρεμα και θα έφταναν στην Ιθάκη, αν στον κάβο Μαλιά, το γνωστό ακρωτήρι της Λακωνίας, δεν τους παρέσυραν ο Βοριάς και τα ρεύματα της θάλασσας. Εννιά μερόνυχτα παράδερναν μέσα στ’ αγριεμένα κύματα. Τη δέκατη μέρα έφτασαν στο νησί των Λωτοφάγων. Οι κάτοικοι του νησιού αυτού έτρωγαν τα άνθη ή τους καρπούς ενός φυτού, που ονομαζόταν λωτός.

Ο Οδυσσέας έστειλε τρεις συντρόφους να συναντήσουν τους κατοίκους του νησιού. Αυτοί τους δέχτηκαν με χαρά και τους πρόσφεραν το μελιστάλαχτο καρπό τους. Όμως μόλις οι ναύτες τον έβαλαν στο στόμα τους, αμέσως ξέχασαν τη γλυκιά πατρίδα και ήθελαν να μείνουν στο νησί.

Μόλις το κατάλαβε αυτό ο πολυμήχανος Οδυσσέας, τους έσυρε με το ζόρι στα καράβια και τους έδεσε στους πάγκους. Αμέσως διέταξε ν’ ανοίξουν τα πανιά και να φύγουν πριν δοκιμάσουν τον καρπό και οι υπόλοιποι ναύτες.

Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΠΩΝ

Επόμενος σταθμός τους ήταν η χώρα των Κυκλώπων. Αυτοί ήταν γιγαντόμορφα πλάσματα μ’ ένα τεράστιο μάτι στο μέτωπο. Η ζωή τους κυριαρχούνταν από την άλογη βία. Δε γνώριζαν την καλλιέργεια της γης, όμως τα πάντα φύτρωναν από μόνα τους, το στάρι, το κριθάρι και τ’ αμπέλια. Η πολιτική οργάνωση ήταν ανύπαρκτη και δεν είχαν νόμους. Κατοικούσαν στις πλαγιές των βουνών, μέσα στις σπηλιές, χωρίς να έχουν πολλές σχέσεις μεταξύ τους. Ασχολούνταν μόνο με την εκτροφή των κοπαδιών τους.

Αρχικά, οι Ιθακήσιοι άραξαν τα πλοία τους σ’ ένα μικρό νησάκι, κοντά στο λιμάνι της χώρας των Κυκλώπων. Ένα νησί απάτητο, γιατί οι Κύκλωπες δε γνώριζαν την τέχνη της ναυσιπλοΐας, ώστε να φτάσουν εκεί, ήταν γεμάτο με δέντρα και κοπάδια από γίδες. Το χώμα ήταν πολύ εύφορο, μα κανένας δεν υπήρχε να το καλλιεργήσει. Έφτασαν στο μικρό λιμανάκι του νησιού νύχτα. Μόλις βγήκαν στη στεριά κατασκήνωσαν στην ακρογιαλιά να ξαποστάσουν και να κοιμηθούν. Την επόμενη μέρα βγήκαν για κυνήγι. Τα θηράματα ήταν πλούσια και έστησαν αμέσως γλέντι με ψητές γίδες και κρασί που είχαν ακόμη από τους Κίκονες. Έτσι, έτρωγαν και έπιναν χαρούμενοι μέχρι το βράδυ.

Μόλις ξημέρωσε η  αυγή, ο Οδυσσέας αποφάσισε να πάει στην απέναντι ακτή και να εξερευνήσει την περιοχή, μα μόνο με το δικό του πλοίο. Οι υπόλοιποι, έδωσε εντολή, να περιμένουν στο νησάκι. Σαν έφτασαν στην ακρογιαλιά έμειναν έκπληκτοι απ’ αυτό που αντίκρισαν. Υπήρχε εκεί κοντά μια σπηλιά και γύρω γύρω κοπάδια γιδοπρόβατα. Η αυλή ήταν φραγμένη με τεράστιες πέτρες, μεγάλα πεύκα και ψηλές βελανιδιές. Μέσα καθόταν ένα τεράστιο πλάσμα, αλλόκοτο και φοβερό. Αυτός ήταν ο Κύκλωπας Πολύφημος, ο γιος του Ποσειδώνα καθόταν μόνος του και έβοσκε τα κοπάδια του. Τότε ο Οδυσσέας πήρε μαζί του τους δώδεκα καλύτερους συντρόφους του καθώς και ένα ασκί από το γλυκόπιοτο κρασί που του χάρισε ο Μάρωνας και διάφορα τρόφιμα. Έφτασαν στη σπηλιά χωρίς να τους πάρει είδηση ο Κύκλωπας που ήταν απασχολημένος με τα κοπάδια του.
Μπήκαν μέσα και αντίκρισαν πολυάριθμες καρδάρες γεμάτες γάλα και πηγμένο τυρί. Οι σύντροφοι φοβισμένοι ήθελαν να πάρουν όσο περισσότερα τρόφιμα μπορούσαν και να φύγουν αμέσως. Όμως ο Οδυσσέας ήθελε να γνωρίσει τον Κύκλωπα και πίστευε πως θα έπαιρνε απ’ αυτόν δώρα φιλοξενίας. Άναψαν λοιπόν μια μικρή φωτιά, έφαγαν από το τυρί που υπήρχε και περίμεναν να γυρίσει στη σπηλιά.

Κατά το σούρουπο, έφτασε με τεράστια βαριά βήματα που έκαναν τη σπηλιά να τρέμει ολόκληρη και τις καρδάρες με το γάλα ν’ αναποδογυρίζουν. Ήταν φορτωμένος με θεόρατα ξύλα που τα βρόντηξε μονομιάς μέσα στη σπηλιά. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του τρέμοντας από το φόβο τους κρύφτηκαν σε μια γωνιά. Κατόπι, ο Πολύφημος έμπασε στη σπηλιά τα κοπάδια του και έφραξε την είσοδο μ’ έναν τεράστιο βράχο. Άρμεξε τις γίδες και τις προβατίνες και στη συνέχεια άναψε μεγάλη φωτιά και τότε είδε τους ξένους. Ο Οδυσσέας νομίζοντας ότι θα εντυπωσιάσει το άγριο θεριό που είχε μπροστά του, είπε πως ήταν Έλληνες, στρατιώτες του Αγαμέμνονα, που πάτησε το τρωικό κάστρο. Μετά έκανε επίκληση στο όνομα του Ξένιου Δία που προστάτευε τους ξένους και τη φιλοξενία. Από την πρώτη στιγμή όμως ο Πολύφημος έδειξε τον πραγματικό του χαρακτήρα. Γελώντας βροντερά, είπε πως οι Κύκλωπες δε φοβούνται τους θεούς, ούτε τον αρχηγό τους τον Δία και αμέσως ζήτησε να μάθει τ’ όνομα του ξένου. Ο πολυμήχανος βασιλιάς δεν αποκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα και είπε ψέματα στον Κύκλωπα πως ναυάγησαν τα καράβια του και κατάφεραν να γλιτώσουν μονάχα αυτός με τους δώδεκα συντρόφους του.

Τότε, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των ανδρών, άρπαξε δύο απ’ αυτούς και αφού τους έριξε με δύναμη κάτω, τους τσάκισε και τους καταβρόχθισε λαίμαργα. Κατόπι, έπεσε για ύπνο. Οι πολυταξιδεμένοι ναυτικοί άρχισαν να τρέμουν από το φόβο τους και να κάνουν δεήσεις στον Δία δεν έκλεισαν μάτι όλη τη νύχτα. Σκέφτηκαν βέβαια να τον σκοτώσουν, μα ήξεραν πως δε θα κατάφερναν με κανένα τρόπο να τραβήξουν τον τεράστιο βράχο από την είσοδο της σπηλιάς.

Την άλλη μέρα ο Πολύφημος άρμεξε τις προβατίνες του, καταβρόχθισε άλλους δύο συντρόφους και έβγαλε τα πρόβατα για βοσκή, αφήνοντας φυλακισμένους τους ξένους. Ο τετραπέρατος Οδυσσέας, χωρίς να χάσει καιρό, έβαλε σ’ εφαρμογή ένα παράτολμο σχέδιο. Αρχικά πήρε ένα χοντρό ραβδί που βρισκόταν μέσα στη σπηλιά και το έδωσε στους συντρόφους του για να το πελεκήσουν. Αυτός μετά το έξυσε στην άκρη ώστε να γίνει μυτερό και το έβαλε μέσα στα αναμμένα κάρβουνα για να πυρώσει. Αμέσως μετά το έκρυψε μέσα σε κοπριές. Στη συνέχεια, με κλήρο διάλεξε τέσσερις συντρόφους για να τον βοηθήσουν στην εκτέλεση του σχεδίου του, την τύφλωση του Κύκλωπα.

Όταν το βράδυ επέστρεψε στη σπηλιά του ο Πολύφημος, έκανε τις καθιερωμένες του εργασίες και καταβρόχθισε άλλους δύο από τους ξένους. Τότε ο Οδυσσέας έβαλε σε εφαρμογή την επόμενη φάση του τολμηρού σχεδίου: πρόσφερε στον Κύκλωπα το γλυκόπιοτο κρασί του Μάρωνα. Ενθουσιασμένος από τη θεϊκή γεύση ο γίγαντας, ζήτησε να μάθει το όνομα του αρχηγού των ξένων με την υπόσχεση πως θα του χάριζε ένα πολύτιμο δώρο. Ο πολυμήχανος άντρας τον κέρασε άλλες τρεις φορές από το θεϊκό κρασί και όταν ήταν βέβαιος πως ο ανόητος γίγαντας είχε μεθύσει, του είπε πως το όνομά του ήταν Κανένας. Τότε εκείνος του απάντησε πως το πολύτιμο δώρο του ήταν να τον φάει τελευταίο. Αμέσως μετά ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε, ροχαλίζοντας βαριά.

Έφτασε έτσι η στιγμή για την τελευταία και πιο ριψοκίνδυνη φάση του σχεδίου. Ο Οδυσσέας μαζί με τους τέσσερις συντρόφους που είχε αναδείξει ο κλήρος, έβαλαν πάλι το χοντρό ραβδί στα κάρβουνα για να πυρώσει. Στη συνέχεια το σήκωσαν στους δυνατούς τους ώμους, πατώντας στις μύτες των ποδιών και κρατώντας την ανάσα τους για να μην ξυπνήσουν το πελώριο τέρας, έφτασαν κοντά του. Κατάφεραν τελικά να μπήξουν το ραβδί στο τεράστιο μάτι του Κύκλωπα και να το στριφογυρίσουν σαν τρυπάνι. Αμέσως μούσκεψε το τριχωτό πρόσωπό του από αίμα και οι ρίζες του ματιού του έτριζαν όπως το ζεματιστό σίδερο που μπαίνει κάτω από κρύο νερό.

Τότε άρχισε ο Πολύφημος να βγάζει φοβερά μουγκρητά και όλοι οι βράχοι αντιλαλούσαν. Οι άνδρες πανικόβλητοι σκορπίστηκαν στις άκρες της σπηλιάς. Οι υπόλοιποι Κύκλωπες ξύπνησαν από τις άγριες φωνές και πήγαν έξω από την κατοικία του Πολύφημου, τον ρωτούσαν τι έπαθε και ξεσήκωνε τον κόσμο τέτοια ώρα, όταν τους απαντούσε ότι με απάτη τον τύφλωσε ο Κανένας, τ’ αδέρφια του ξέσπασαν σε γέλια και του είπαν να τους αφήσει ήσυχους, αφού κανένας δεν τον ενοχλούσε.

Όταν άρχισε να ξημερώνει, ο Κύκλωπας βογκώντας ακόμα από τους πόνους, έσυρε τον τεράστιο βράχο από την είσοδο της σπηλιάς και κάθησε εκεί ψαχουλεύοντας με τα τεράστια χέρια του μην τύχει κι έβγαινε κάποιος από τους ξένους. Όμως ο πολυμήχανος άντρας που τόσες πολλές φορές με τα έξυπνα σχέδιά του ξεπέρασε τεράστιες δυσκολίες, σκέφτηκε κι αυτή τη φορά ένα πανούργο κόλπο. Διάλεξε τα πιο μεγάλα κριάρια του Πολύφημου και τα έδεσε με λυγαριές τρία τρία. Στην κοιλιά του μεσαίου έδενε και έναν από τους συντρόφους που του είχαν απομείνει. Έτσι, κατάφεραν να βγουν χωρίς να τους αγγίξουν τα τεράστια χέρια του Κύκλωπα. Ο ίδιος, μια και δεν υπήρχε κανείς να τον δέσει, διάλεξε το πιο μεγάλο και διαλεχτό κριάρι. Πιάστηκε στη μαλλιαρή κοιλιά του, κρατώντας γερά από τα φουντωμένα του μαλλιά.

Αμέσως μόλις βγήκαν από την αυλή της σπηλιάς, ο Οδυσσέας έλυσε τους υπόλοιπους και όλοι μαζί έτρεξαν γρήγορα προς το μέρος που ήταν αραγμένο το πλοίο τους.

Οι σύντροφοί τους χάρηκαν πολύ όταν τους είδαν, μα ο Οδυσσέας τους έβαλε να τραβήξουν κουπί μ’ όλη τους τη δύναμη, γιατί δεν είχαν ξεφύγει ακόμη τον κίνδυνο. Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά, ο πανούργος ήρωας φώναξε στον Πολύφημο.

– Δεν ήταν γραφτό, Κύκλωπα, να φας όλους τους συντρόφους μου. Παλιόσκυλο, που δε σεβάστηκες τους ξένους, γι’ αυτό ο Δίας σε τιμώρησε.

Ο Πολύφημος τότε, μανιασμένος, άρπαξε την κορφή ενός ψηλού βουνού και την εκσφενδόνισε προς το μέρος όπου ακούστηκε η φωνή, παραλίγο να έλιωνε την πλώρη του πλοίου.

Από τα τεράστια κύματα που σχηματίστηκαν το καράβι γύρισε πάλι κοντά στη στεριά. Γεμάτοι φόβο και αγωνία οι ναύτες, άρχισαν να τραβούν πάλι κουπί, με δύναμη που ξεπερνούσε την αντοχή τους. Όταν πια βρέθηκαν σε μεγαλύτερη απόσταση από την προηγούμενη φορά, ο Ιθακήσιος βασιλιάς δεν κρατήθηκε και φώναξε πάλι.

– Κύκλωπα, αν σε ρωτήσει ποτέ κανείς ποιος σε τύφλωσε, να του απαντήσεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη από την Ιθάκη.

Τότε ο Πολύφημος θυμήθηκε ένα χρησμό που του έδωσε κάποτε ο μάντης Τήλεφος, πως ήταν δηλαδή γραφτό να στερηθεί κάποια μέρα το φως του από τα χέρια του Οδυσσέα. Όμως πίστευε πως θα ήταν κάποιο παλικάρι γιγαντόμορφο και όχι ένας κοντός και αδύνατος άντρας. Σε μια τελευταία προσπάθειά του να ξεγελάσει τον πολυμήχανο πολεμιστή, τον κάλεσε πίσω μ’ αυτά τα λόγια.

– Γύρνα πίσω, πολυμήχανε Οδυσσέα, να σε φιλέψω και να προσευχηθώ στον Ποσειδώνα που είναι πατέρας μου, να σου δώσει καλό και εύκολο ταξίδι και ίσως αυτός να γιατρέψει κι εμένα τον ίδιο.

Τότε ο πολύπαθος βασιλιάς ενθουσιασμένος από την επιτυχία του σχεδίου, απάντησε υβριστικά πως μήτε ο θαλασσοσείστης θεός μπορούσε να τον γιατρέψει. Ο Κύκλωπας όμως ζήτησε από το θεϊκό πατέρα να μην αφήσει αυτόν τον άντρα να επιστρέψει στον τόπο του. Μα, κι αν είναι γραφτό να φτάσει στο παλάτι του, αυτό να γίνει μετά από πολλά χρόνια και να είναι μόνος του, χωρίς συντρόφους και πάνω σε ξένο καράβι.

Μετά απ’ όλα αυτά το καράβι του Οδυσσέα δεν άργησε να φτάσει στο μικρό νησάκι όπου τους περίμεναν με πολύ μεγάλη αγωνία οι υπόλοιποι σύντροφοί τους. Αφού τους διηγήθηκαν τις τρομερές εμπειρίες που πέρασαν στην καταραμένη χώρα των Κυκλώπων, έστρωσαν τραπέζια για φαγητό και ξεκίνησαν τρικούβερτο γλέντι. Όταν όμως θυσίασαν στον Δία, αυτός δε δέχτηκε την προσφορά, δείχνοντάς τους ότι θα περνούσαν ακόμη πολλές και φοβερές περιπέτειες. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, έλυσαν τα σκοινιά των καραβιών και συνέχισαν το ταξίδι της επιστροφής.

ΑΙΟΛΟΣ

Ταξίδευαν μέρες ολόκληρες σε άγνωστες θάλασσες, ώσπου κάποια μέρα άραξαν στην Αιολία, ένα πλεούμενο νησί που ήταν περιτριγυρισμένο από χάλκινο κάστρο. Εκεί ζούσαν ευτυχισμένοι σε πολύχρυσα παλάτια ο Αίολος μαζί με τους έξι γιους και τις έξι κόρες του, που τους είχε παντρέψει μεταξύ τους. Στον αγαπημένο τους βασιλιά οι θεοί είχαν αναθέσει τη φύλαξη και τη διανομή των ανέμων. Αυτός μόλις έμαθε ποιοι ήταν οι ξένοι, τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε εγκάρδια. Είχε ακούσει για τα κατορθώματά τους στον Τρωικό πόλεμο και ήθελε να τα μάθει όλα με λεπτομέρειες.Όταν όμως πέρασε ένας μήνας ολόκληρος μέσα στην καλοπέραση, η νοσταλγία για την πατρίδα άρχισε να τους κυριεύει όλους. Ο Οδυσσέας ζήτησε από τον Αίολο να τον βοηθήσει να φτάσει στην Ιθάκη. Ο καλόκαρδος βασιλιάς τότε του έδωσε ένα ασκί όπου είχε μέσα κλεισμένους όλους τους ανέμους, αφήνοντας μόνο τον Ζέφυρο να φυσά για να οδηγήσει τα πλοία στον προορισμό τους. Μετά από εννιά μερόνυχτα ταξίδι, τα καράβια έφτασαν τόσο κοντά στην Ιθάκη, ώστε φαίνονταν ακόμη και οι φωτιές που έκαιγαν στα σπίτια. Από την πολυήμερη κούραση, ύπνος βαθύς έπιασε τον Οδυσσέα. Τότε κάποιοι από τους συντρόφους του, που πίστευαν πως μέσα στο ασκί του Αιόλου είχε χρυσάφι, ασήμι κι άλλα πολύτιμα δώρα, μπήκαν στον πειρασμό να το ανοίξουν. Ζήλευαν τον Οδυσσέα που όλοι του χάριζαν πλούτη και δώρα και ήθελαν κι αυτοί το μερτικό τους. Αμέσως όμως ξεχύθηκαν οι φοβεροί άνεμοι, ο Βοριάς και ο Νοτιάς, τεράστια κύματα σηκώθηκαν και αστραπιαία έχασαν από τα μάτια τους το πολυπόθητο νησί. Όταν από τη θαλασσοταραχή ξύπνησε ο βασιλιάς και πληροφορήθηκε όσα είχαν γίνει, απελπίστηκε τόσο πολύ που σκέφτηκε να πέσει στη θάλασσα και να πνιγεί. Γρήγορα όμως απέκτησε το χαμένο κουράγιο του.

Οι άνεμοι παρέσυραν τα καράβια πίσω στην Αιολία. Τότε βγήκαν όλοι στη στεριά και μαζί με δυο συντρόφους του ο Οδυσσέας κατευθύνθηκε στο παλάτι ως ικέτης. Όταν διηγήθηκε στον Αίολο όσα είχαν συμβεί, αυτός του απάντησε με σκληρά λόγια:- Εξαφανίσου από το νησί μου, σίχαμα του κόσμου, γιατί είναι άδικο να φιλοξενήσω άντρα που και οι θεοί τον κατατρέχουν. Τσακίσου λοιπόν από μπροστά μου.Ο Οδυσσέας, ντροπιασμένος και απογοητευμένος, επέστρεψε με τους δυο άντρες στην ακρογιαλιά και αμέσως επιβιβάστηκαν στα πλοία για να συνεχίσουν το ατέλειωτο ταξίδι τους.

Η ΓΗ ΤΩΝ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ

Έξι μέρες και νύχτες αρμένιζαν τη θάλασσα και την έβδομη έφτασαν στην Τηλέπυλο, τη γη των Λαιστρυγόνων. Άραξαν τα πλοία τους στο λιμάνι της χώρας, που ήταν μικρό, περιτριγυρισμένο από ψηλά βράχια και με στενή είσοδο. Μονάχα ο Οδυσσέας αγκυροβόλησε το δικό του καράβι σ’ έναν κάβο έξω από το λιμάνι. Από ένα ύψωμα αντίκρισαν την πολιτεία που είχε ιδρύσει ο Λάμος. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Και κάποιος που δεν είχε ανάγκη από ύπνο, θα μπορούσε εκεί να κερδίζει δυο μεροκάματα, βόσκοντας τη μια γελάδα και την άλλη πρόβατα· γιατί εκεί η νύχτα με τη μέρα ήταν πολύ κοντά.

Αμέσως ο Οδυσσέας έστειλε τρεις συντρόφους για να μάθουν ποιοι κατοικούσαν σ’ αυτή την πολιτεία. Στο δρόμο τους συνάντησαν μια κοπέλα που κουβαλούσε νερό από την πηγή Αρτακία. Αυτή τους πληροφόρησε πως βασιλιάς της χώρας ήταν ο Αντιφάτης, ο πατέρας της, και τους οδήγησε στο παλάτι. Εκεί τους δέχτηκε η βασίλισσα, μια θεόρατη γυναίκα που προκάλεσε την έκπληξη και το φόβο των αντρών. Όταν έφτασε στο παλάτι ο Αντιφάτης, χωρίς καμιά συζήτηση, άρπαξε τον έναν από τους τρεις και τον καταβρόχθισε. Οι άλλοι δυο κατατρομαγμένοι το έβαλαν στα πόδια και έφτασαν στα καράβια.

Πριν όμως προλάβουν να βγούνε από το στενό λιμάνι, ο Αντιφάτης έβαλε τις φωνές και άρχισαν να εμφανίζονται χιλιάδες εξαγριωμένοι Λαιστρυγόνες που πετροβολούσαν με τεράστιες κοτρόνες τα πλοία και κατάφεραν να διαλύσουν και τα έντεκα καράβια που βρίσκονταν στο λιμάνι και να σκοτώσουν τα πληρώματα. Όσους από τους ναύτες επιχειρούσαν να σωθούν πέφτοντας στη θάλασσα, τους καμάκωναν σαν ψάρια και τους καταβρόχθιζαν. Ο Οδυσσέας, όταν αντίκρισε αυτή την εικόνα, επιβιβάστηκε με τους συντρόφους του στο δικό του πλοίο, που το είχε αράξει έξω από το λιμάνι, και διέταξε να τραβήξουν κουπί για να ξεφύγουν από τους φοβερούς Λαιστρυγόνες. Έτσι, φεύγοντας απ’ αυτή τη χώρα είχε απομείνει από ολόκληρο το στόλο των δώδεκα καραβιών μονάχα το πλοίο του Οδυσσέα με σαράντα πέντε περίπου άντρες.

ΚΙΡΚΗ

Επόμενος σταθμός ήταν το νησί της Αίας όπου κατοικούσε η Κίρκη, η αδερφή του Αιήτη. Ήταν φοβερή, μεγάλη μάγισσα που μιλούσε σαν θνητή. Πατέρας της ήταν ο Ήλιος και μάνα της η Ωκεανίδα Πέρση.Αρχικά άραξαν σ’ ένα ακρογιάλι του νησιού και έμειναν εκεί δυο μέρες, υποφέροντας από την κούραση και την πείνα. Την τρίτη μέρα ο Οδυσσέας ανέβηκε σ’ ένα ύψωμα και αντίκρισε το παλάτι της μάγισσας. Τότε σκέφτηκε να στείλει κάποιους συντρόφους του για να μάθουν ποιος κατοικούσε εκεί. Όταν γύριζε προς το καράβι, συνάντησε ένα τεράστιο ελάφι. Το χτύπησε με το χάλκινο κοντάρι του, το έφερε στους συντρόφους του για να φάνε και τους παρηγόρησε.

Την άλλη μέρα το πρωί τους ανακοίνωσε την απόφασή του. Αυτοί έχοντας στο μυαλό τους τα δεινά που έπαθαν από τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, τον προέτρεπαν να φύγουν και άρχισαν τους θρήνους. Όμως ο Οδυσσέας είχε πάρει την απόφασή του. Χωρίστηκαν σε δύο ομάδες· στη μια αρχηγός ήταν ο Ευρύαλος και στην άλλη ο ίδιος ο βασιλιάς. Τότε έριξαν κλήρο για να δούνε ποια ομάδα θα πήγαινε για εξερεύνηση. Ο κλήρος έπεσε στον Ευρύαλο, που με είκοσι δύο λυπημένους συντρόφους ξεκίνησε προς την ενδοχώρα.

Σε λίγο οι άντρες έφτασαν μπροστά στο μαρμάρινο παλάτι της Κίρκης, που βρισκόταν σ’ ένα λαγκάδι. Έμειναν έκπληκτοι όταν αντίκρισαν στον αυλόγυρο του παλατιού λύκους και λιοντάρια, που η θεά με μαγικά βότανα είχε εξημερώσει. Τα θηρία, μόλις αντίκρισαν τους ξένους, έτρεξαν καταπάνω τους κουνώντας παιχνιδιάρικα την ουρά τους. Μέσα από το παλάτι ακουγόταν γλυκιά η φωνή της θεάς που τραγουδούσε καθώς ύφαινε στον αργαλειό ένα λεπτό κομμάτι ύφασμα. Οι άντρες άρχισαν να τη φωνάζουν. Αυτή τους είδε και τους προσκάλεσε μέσα. Μονάχα ο Ευρύλοχος που υποπτεύθηκε κάποια παγίδα έμεινε πίσω και παραμόνευε έξω από το παλάτι.

Η Κίρκη έβαλε τους άντρες να καθήσουν σε λαμπρούς θρόνους και έφτιαξε ένα χυλό από τυρί, μέλι, αλεύρι και εκλεκτό κρασί από την Πράμνη της Ικαρίας για να τους φιλέψει. Όμως στο φαγητό έριξε μαγικά βότανα που τους έκαναν να ξεχάσουν την πατρίδα. Στη συνέχεια τους χτύπησε έναν έναν με το μαγικό ραβδί της και τους μεταμόρφωσε σε χοίρους, χωρίς όμως να χάσουν τη λογική τους. Έκλαιγαν και την παρακαλούσαν να τους λυπηθεί, αλλά αυτή τους έβαλε σ’ ένα χοιροστάσιο και τους έριξε για τροφή βελανίδια και κράνα.

Στο μεταξύ ο Ευρύλοχος, που είχε μείνει έξω από το παλάτι, καθώς δεν έβλεπε κανέναν να βγαίνει, έτρεξε τρομαγμένος πίσω στην ακρογιαλιά και παρακινούσε τον Οδυσσέα να εγκαταλείψουν τους άντρες στο παλάτι της Κίρκης και να φύγουν. Ο αρχηγός οργίστηκε με τη δειλία του Ευρύλοχου και αφού πήρε τα όπλα, ξεκίνησε μόνος του για το παλάτι.

Στο δρόμο παρουσιάστηκε μπροστά του ο Ερμής, ο αγγελιοφόρος των θεών, κρατώντας στο χέρι του χρυσό ραβδί. Του αποκάλυψε τι είχαν πάθει οι σύντροφοί του από την Κίρκη και του έδωσε ένα βοτάνι που θα σταματούσε τη δράση των μαγικών της θεάς· επίσης του έδωσε πολύτιμες συμβουλές σχετικά με τη συμπεριφορά του απέναντί της.

Αμέσως μετά πέταξε προς τον ουρανό και εξαφανίστηκε.

Ο Οδυσσέας σε λίγο έφτασε στο παλάτι της Κίρκης. Αυτή όταν άκουσε τις φωνές του, βγήκε και τον προσκάλεσε για φαγητό. Ο άντρας έφαγε το χυλό της, όμως τα μάγια δεν τον έπιασαν, γιατί είχε μαζί του το βοτάνι του Ερμή. Τότε η Κίρκη τον άγγιξε με το ραβδί της λέγοντας:

– Σύρε με τους συντρόφους σου και συ στο χοιροστάσιο.

Ο Οδυσσέας εφάρμοσε τις συμβουλές του Ερμή. Τράβηξε το κοφτερό σπαθί του και προσποιήθηκε πως ήθελε να τη σφάξει. Η μάγισσα φοβήθηκε, έβαλε τις φωνές και τότε σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν ο Οδυσσέας για τον οποίο της είχε μιλήσει κάποτε ο Ερμής. Αμέσως τον κάλεσε στο κρεβάτι της για να χαρούν τον έρωτα. Ο πολυμήχανος άντρας της ζήτησε πρώτα να πάρει φοβερό όρκο, επικαλούμενη τη γη, τον ουρανό και το νερό της Στύγας, ότι δε θα του έπαιρνε την αντρεία μόλις γδυνόταν. Αφού έγινε κι αυτό, την ακολούθησε στο όμορφο κρεβάτι.Αργότερα δέχτηκε περιποιήσεις από τέσσερις νεράιδες που είχε ως βοηθούς η Κίρκη. Η μία έστρωσε τους θρόνους με πανώρια, πορφυρένια υφάσματα· η άλλη έστρωσε ασημένια τραπέζια και τοποθέτησε επάνω χρυσοσκάλιστες πιατέλες με λογής εδέσματα. Η τρίτη κοπέλα έφερε το κρασί σε ασημένιο δοχείο και το έριχνε σε χρυσά κύπελλα. Η τέταρτη τον οδήγησε στο λουτρό, τον έλουσε και του έκανε μπάνιο με ζεστό νερό και έτσι έφυγε η κούραση από το ταλαιπωρημένο κορμί του. Στη συνέχεια τον άλειψε με μυρωδάτο λάδι και του φόρεσε πεντάμορφη χλαμύδα και πορφυρένιο χιτώνα.

Όταν έγιναν όλες οι ετοιμασίες, η Κίρκη τον κάλεσε στο τραπέζι για φαγητό. Ο Οδυσσέας έχοντας πάντα στο μυαλό του τις οδηγίες του Ερμή, είπε πως δεν μπορούσε να κατεβάσει ούτε μια μπουκιά, όσο ήταν δεμένοι με τα μαγικά της οι αγαπημένοι του σύντροφοι. Τότε η Κίρκη έφερε μέσα στο παλάτι τους μεταμορφωμένους άντρες και αφού τους πέρασε με μια μαγική αλοιφή, άρχισαν σιγά σιγά να παίρνουν την πραγματική, ανθρώπινη μορφή τους. Μάλιστα, φαίνονταν πιο νέοι, πιο λεβέντες και πιο ομορφοκαμωμένοι. Μόλις είδαν τον Οδυσσέα, άρχισαν να κλαίνε με αναφιλητά και αγκαλιάζονταν μεταξύ τους.

Η Κίρκη συγκινημένη απ’ αυτή τη σκηνή, του είπε να φωνάξει και τους υπόλοιπους συντρόφους του. Έτσι κι έγινε. Μόλις ο Οδυσσέας έφτασε στο καράβι τον υποδέχτηκαν με δάκρυα χαράς και δέχτηκαν να πάνε στο παλάτι. Μονάχα ο Ευρύαλος προσπάθησε να τους εμποδίσει, όμως ήρθε αντιμέτωπος με την τρομερή οργή του αρχηγού του και αναγκαστικά ακολούθησε. Όταν έφτασαν στο παλάτι, όλοι μαζί άρχισαν να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται. Η Κίρκη τους κάλεσε όλους στο τραπέζι να φάνε. Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι με πολλά ψητά κρέατα και άφθονο γλυκόπιοτο κρασί.

Μέσα στην καλοπέραση περνούσε ο καιρός πολύ γρήγορα. Έτσι, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έμειναν στην Αία έναν ολόκληρο χρόνο. Όταν η νοσταλγία για την πατρίδα άρχισε να τους κυριεύει, του ζήτησαν να ξεκινήσουν το ταξίδι της επιστροφής.

Το ίδιο βράδυ ο Οδυσσέας, όταν πλάγιασε στο κρεβάτι της θεάς, κλαίγοντας της ζήτησε να τον βοηθήσει να επιστρέψει στην Ιθάκη. Η Κίρκη του απάντησε πως δεν ήθελε να τον κρατά στο νησί της παρά τη θέλησή του έπρεπε όμως πριν πάρουν το δρόμο της επιστροφής να κατέβουν πρώτα στον Άδη για να πάρει χρησμό από την ψυχή του τυφλού μάντη Τειρεσία, που ακόμη και στον Κάτω Κόσμο μπορούσε να προλέγει το μέλλον. Ο Οδυσσέας σαστισμένος άρχισε να τρέμει από το φόβο του και να κλαίει μόλις άκουσε τη νέα δοκιμασία που έπρεπε να περάσει. Η Κίρκη τον καθησύχασε λέγοντάς του πως η ίδια θα τον βοηθούσε στην πραγματοποίηση αυτού του ταξιδιού. Του έδωσε πολύτιμες οδηγίες και συμβουλές σχετικά με τον τρόπο που θα συναντούσε την ψυχή του Τειρεσία και θα συνομιλούσε μαζί του.

Όταν ξημέρωσε η καινούρια μέρα, ο Οδυσσέας πληροφόρησε τους συντρόφους του για το ταξίδι που θα έκαναν. Αυτοί άρχισαν να χτυπιούνται και να θρηνούν, όμως γρήγορα σταμάτησαν, αφού έβλεπαν πως δεν υπήρχε κανένα όφελος από το κλάμα. Η Κίρκη για την αποχαιρετιστήρια στιγμή στολίστηκε με λευκό, μακρύ φόρεμα, έβαλε μια πανώρια, χρυσή ζώνη στη μέση της και ένα μεγαλόπρεπο, λεπτοδουλεμένο πέπλο στο κεφάλι της.

Την ώρα της αναχώρησης σημειώθηκε ένα δυσάρεστο επεισόδιο. Ένα παλικάρι του Οδυσσέα, ο Αλπήνορας, που ούτε γενναίος πολεμιστής ήταν, μα ούτε και έξυπνος άντρας, επειδή το προηγούμενο βράδυ είχε μεθύσει, αποκοιμήθηκε στη σοφίτα. Ξύπνησε απότομα από τις φωνές των αποχαιρετισμών, μα πάνω στην αναστάτωσή του δεν κατέβηκε από τη σκάλα, αλλά έπεσε στο κενό και σκοτώθηκε.

Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΙΜΜΕΡΙΩΝ

Οι ναύτες μπήκαν στο πλοίο και σήκωσαν το κατάρτι και τα πανιά τότε η Κίρκη τους έστειλε ούριο άνεμο. Κατά τη δύση του ήλιου είχαν διασχίσει τον Ωκεανό και έφτασαν στη χώρα των Κιμμερίων, όπου βασίλευε αιώνιο, πηχτό σκοτάδι. Εκεί σταμάτησαν, σύμφωνα με τις οδηγίες της Κίρκης, σ’ ένα ακρογιάλι μικρό που είχε γύρω δάση από λυγερές λεύκες και ιτιές. Ο Οδυσσέας συνέχισε πεζός με δυο μονάχα συντρόφους του, τον Περιμήδη και τον Ευρύλοχο, οι οποίοι βαστούσαν τα σφαχτάρια που τον είχε συμβουλέψει η μάγισσα να πάρει μαζί του.

Περπατούσαν πλάι στο ρέμα του Ωκεανού, ώσπου έφτασαν στην είσοδο του Άδη. Εκεί ο Οδυσσέας άνοιξε βαθύ λάκκο και πρόσφερε χοές (αναίμακτες θυσίες) από μέλι, γάλα, κρασί, νερό και αλεύρι. Κατόπιν φωνάζοντας δυνατά, έταξε στις ψυχές των νεκρών να θυσιάσει στέρφες δαμάλες μόλις φτάσει στην Ιθάκη και στον Τειρεσία το καλύτερο μαύρο κριάρι του κοπαδιού του. Στη συνέχεια έσφαξε τ’ αρνιά που είχε μαζί του, γιατί ήταν απαραίτητο, για να μιλήσουν οι ψυχές των νεκρών, να πιούνε ζεστό αίμα.

Μόλις έγινε η θυσία συγκεντρώθηκαν γύρω του χιλιάδες σκιές πεθαμένων. Ο Οδυσσέας όμως τις εμπόδιζε να πλησιάσουν προτάσσοντας το σπαθί του, γιατί πρώτα ήθελε να μιλήσει με τον Τειρεσία.

Σε λίγο τον πλησίασε η ψυχή του Ελπήνορα, του νέου που σκοτώθηκε λίγο πριν την αναχώρησή τους από την Αία. Αυτός μπορούσε να συνομιλήσει μαζί του χωρίς να πιει αίμα γιατί ήταν ακόμη άταφος. Με κλάματα και λόγια αγωνίας του ζήτησε να τον θάψει μ’ όλες τις τιμές μόλις επέστρεφε στο νησί της Κίρκης, για να πάψει η ψυχή του να πλανιέται αδιάκοπα στον Άδη και να μη γίνει κακό στοιχειό για τον ίδιο τον Οδυσσέα.

Στη συνέχεια έφτασε κοντά του η ψυχή του μάντη Τειρεσία. Αυτός ήπιε από το ζεστό αίμα της θυσίας και προφήτεψε όλες τις περιπέτειές του. Το ταξίδι της επιστροφής θα έχει πολλές δυσκολίες, γιατί είναι χολωμένος μαζί του ο θαλασσοσείστης Ποσειδώνας, επειδή τύφλωσε με δόλο το γιο του τον Πολύφημο. Όμως, παρόλα αυτά, είναι γραφτό να γυρίσουν στην πατρίδα. Μόνο πρέπει να είναι πολύ προσεχτικοί σαν θα φτάσουν στη Θρινακία, στο νησί του Ήλιου· δεν πρέπει με κανέναν τρόπο ν’ αγγίξουν τα βόδια και τα πρόβατα του λαμπρού θεού. Αν συμβεί αυτό, τότε θα φτάσει μόνος του στην Ιθάκη μετά από πολλές ταλαιπωρίες, πάνω σε ξένο καράβι. Εκεί θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους πολυάριθμους μνηστήρες της γυναίκας του που διεκδικούν τη βασιλεία.

Μόλις τελειώσει με την επιχείρηση της εξόντωσης των μνηστήρων, τον συμβούλεψε να πάρει ένα κουπί και να ταξιδέψει σε μακρινούς λαούς που δε γνωρίζουν τη θάλασσα. Μόλις φτάσει σε κάποιο τόπο που θα νόμιζαν οι κάτοικοι πως αυτό που κρατά είναι λιχνιστήρι (ξύλινο φτυάρι με το οποίο τινάζονται ψηλά τα αλωνισμένα δημητριακά και διαχωρίζεται με τη βοήθεια του αέρα ο καρπός από το άχυρο), τότε να μπήξει το κουπί στη γη και να κάνει λαμπρή θυσία στον Ποσειδώνα. Κατόπι να επιστρέψει στην πατρίδα του όπου θα κυβερνήσει ευτυχισμένος το λαό του και ο θάνατος θα τον βρει σε βαθιά γεράματα.

Αφού πραγματοποίησε το βασικό του στόχο ο Οδυσσέας, στη συνέχεια συνομίλησε με αναρίθμητες ψυχές. Και πρώτα πρώτα με τη μητέρα του την Αντίκλεια, που ζούσε ακόμη όταν ξεκίνησε για την εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Αυτή τον πληροφόρησε για την κατάσταση στο παλάτι του. Η Πηνελόπη του είναι πιστή και τον περιμένει ακόμη. Ο γιος του, ο Τηλέμαχος, ορίζει τη βασιλική περιουσία. Ο πατέρας του, ο γερο Λαέρτης, ζει στο εξοχικό του σπίτι φτωχικά και ασχολείται με γεωργικές δουλειές, όμως τον βασανίζει ο καημός του Οδυσσέα που δε γύρισε ακόμη.

Τρεις φορές προσπάθησε ο πολυταξιδεμένος γιος ν’ αγκαλιάσει την τρυφερή του μάνα, μα ο ίσκιος της του ξέφευγε. Η Αντίκλεια του εξήγησε πως όταν πεθαίνουν οι θνητοί, δε συγκρατούν τα κόκαλα και τις σάρκες τους, παρά κυκλοφορούν σαν σκιές στον Κάτω Κόσμο. Μετά τον προέτρεψε να γυρίσει αμέσως στο φως του ήλιου και απομακρύνθηκε.

Στη συνέχεια ο Οδυσσέας συνομίλησε μ’ ένα πλήθος από ηρωίδες της παράδοσης. Πρώτα με την Τυρώ, την κόρη του Σαλμωνέα, που ζευγάρωσε χωρίς τη θέλησή της με τον Ποσειδώνα και απέκτησε δύο γιους, τον Πελία και τον Νηλέα. Στη συνέχεια με την κόρη του Ασωπού, την όμορφη Αντιόπη, με την Αλκμήνη, τη μάνα του Ηρακλή, και τη Μεγάρη, την κόρη του Κρέοντα. Αλλά έδωσε αίμα και στην Ιοκάστη, τη γυναίκα και μάνα του Οιδίποδα που αυτοκτόνησε όταν έμαθε για την ανόσια σχέση της. Επίσης συνομίλησε με τη Χλώρη, τη Λήδα, τη γυναίκα του Τυνδάρεου και μάνα της Ελένης, την Ιφιμέδεια, το ταίρι του Αλωέα, τη Φαίδρα, την Πρόκνη και την Αριάδνη, την κόρη του Μίνωα που ο Θησέας έφερε στην Αθήνα. Τέλος, άλλαξε κάποιες κουβέντες με την Κλυμένη, τη Μάιρα και την Εριφύλη.Οι ψυχές των γυναικών σκορπίστηκαν μετά από πολύ ώρα και τότε άρχισαν να πλησιάζουν τον Οδυσσέα οι ξακουστοί συμπολεμιστές του από την Τροία. Πρώτος έφτασε ο Αγαμέμνονας, ο αρχηγός της εκστρατείας, περιτριγυρισμένος από τους συντρόφους του. Του διηγήθηκε με λεπτομέρειες το δόλιο τρόπο με τον οποίο η γυναίκα του Κλυταιμνήστρα και ο εραστής της Αίγισθος δολοφόνησαν τον ίδιο, τους συντρόφους του και την Κασσάνδρα. Μετά από δέκα χρόνια πολέμου επέστρεψε στην πατρίδα του για να βρει άδικο και άτιμο θάνατο. Ο Αγαμέμνονας ζήτησε πληροφορίες για το γιο του τον Ορέστη, όμως ο Οδυσσέας δε γνώριζε τίποτα.Κατόπιν πλησίασε η σκιά του Αχιλλέα, που τον συνόδευαν οι πιστοί του φίλοι, ο Πάτροκλος, ο Αντίλοχος και ο Αίαντας ο Τελαμώνιος. Μόλις ο ξακουστός ήρωας ήπιε από το αίμα της θυσίας και αναγνώρισε τον Οδυσσέα, έκπληκτος αναρωτήθηκε τι άλλο θα μπορούσε να σκαρφιστεί ο πολυμήχανος άντρας. Ο Οδυσσέας έπλεξε το εγκώμιο του πιο σπουδαίου ήρωα της Ιλιάδας, μα ο Αχιλλέας δήλωσε με πίκρα πως θα προτιμούσε να ζει σαν ένας απλός και φτωχός γεωργός παρά να είναι τιμημένος στο σκοτεινό Άδη. Μετά ρώτησε για τον πατέρα του τον Πηλέα και το γιο του, τον Νεοπτόλεμο. Ο Οδυσσέας δε γνώριζε τίποτε για τον τιμημένο γονιό του, όμως του διηγήθηκε όλα τα ανδραγαθήματα του γιου του στον πόλεμο. Έτσι η ψυχή του Αχιλλέα αποχώρησε χαρούμενη.

Κι άλλες ψυχές συνωστίζονταν γύρω από το ζωντανό βασιλιά. Μονάχα ο Αίαντας ο Τελαμώνιος ήταν ακόμη χολωμένος με τον πολυμήχανο ήρωα για τη διαμάχη που είχαν οι δυο τους σχετικά με τα όπλα του Αχιλλέα. Μάταια τον καλούσε να ξεχάσουν τις παλιές τους διαφορές αυτός σκυθρωπός απομακρύνθηκε γρήγορα.

Στη συνέχεια ο Οδυσσέας είδε τον Μίνωα, το γιο του Δία, που και στον Άδη συνέχισε να είναι δικαστής ανάμεσα στις ψυχές των νεκρών, μαζί με τον Ραδάμανθη και τον Αιακός. Αλλά και τον Ωρίωνα, που συνέχιζε να βόσκει κοπάδια στ’ απέραντα λιβάδια του Άδη. Όμως είδε και θνητούς που οι θεοί τους είχαν καταδικάσει σε αιώνια μαρτύρια γιατί είχαν ασεβήσει όσο ζούσαν. Ένας ήταν ο Τιτυός, που τόλμησε να ενοχλήσει τη Λητώ, τη μάνα της Άρτεμης και του Απόλλωνα, γι’ αυτό δύο αετοί του κατέτρωγαν το συκώτι. Επίσης είδε τον Τάνταλο, που ήταν καταδικασμένος σε αιώνια δίψα και πείνα, γιατί παρέθεσε τις σάρκες του γιου του ως γεύμα στους θεούς. Έτσι, ενώ στεκόταν πλάι σε μια λίμνη, μόλις έσκυβε να σβήσει τη δίψα του, αμέσως τα νερά τραβιούνταν και το χώμα στέγνωνε. Το ίδιο συνέβαινε και με τους καρπούς των δέντρων που κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του· μόλις άπλωνε το χέρι του τα κλαδιά σηκώνονταν ψηλά.

Παρακολούθησε ακόμη και το μαρτύριο του Σίσυφου, που έσπρωχνε έναν τεράστιο βράχο από τους πρόποδες στην πλαγιά ενός βουνού κι όταν έφτανε στην κορφή, ο βράχος κυλούσε προς τα πίσω, κι άρχιζε πάλι από την αρχή. Αυτά τα έπαθε ο άμυαλος για τους πολλούς του δόλους.

Έπειτα πλησίασε ο Ηρακλής, ο ξακουστός ήρωας. Αυτός με παράπονο μίλησε για τους ασύγκριτους άθλους στους οποίους τον υπέβαλε ο Ευρυσθέας. Ακόμη θυμήθηκε τη δική του κάθοδο στον Άδη, όταν ο φοβερός θείος του του ζήτησε ν’ ανεβάσει στον Πάνω Κόσμο τον Κέρβερο, το τέρας που φύλαγε τις πύλες του Κάτω Κόσμου.Σε κάποια στιγμή ο Οδυσσέας βρέθηκε κυκλωμένος από χιλιάδες ψυχές νεκρών που ήθελαν να του μιλήσουν. Τότε, κερωμένος από το φόβο του, τράβηξε για το καράβι τρέχοντας κι αμέσως έδωσε διαταγή να σαλπάρουν.

ΑΙΑ

Με ούριο άνεμο διέσχισαν τον Ωκεανό και βγήκαν στο πέλαγος. Χωρίς ενδιάμεσες περιπέτειες έφτασαν στην Αία και κατάκοποι καθώς ήταν έπεσαν για ύπνο. Την άλλη μέρα το πρωί, πρώτη έγνοια του Οδυσσέα ήταν να θάψει το κουφάρι του Ελπήνορα μ’ όλες τις τιμές για να μπορέσει η ψυχή του να ηρεμήσει στον Άδη. Η Κίρκη που αντιλήφθηκε την επιστροφή τους βγήκε στην ακρογιαλιά, τους καλωσόρισε και τους έδωσε τρόφιμα και κρασί.

Το βράδυ που οι υπόλοιποι άντρες έπεσαν για ύπνο, πήρε παράμερα τον Οδυσσέα και του έδωσε λεπτομερείς πληροφορίες και αμέτρητες συμβουλές για όσα επρόκειτο να συναντήσει στη συνέχεια του ταξιδιού του. Τέλος, του επέστησε την προσοχή, όταν θα έφταναν στο νησί του Ήλιου.

Την άλλη μέρα το πρωί το καράβι σάλπαρε. Με ούριο άνεμο ταξίδεψαν για πολλές ώρες μέσα στο πέλαγος. Κάποια στιγμή αντίκρισαν από μακριά το νησί των Σειρήνων. Αυτές ήταν θαλασσινά πλάσματα που με τη γλυκιά τους φωνή έκαναν τους ανθρώπους να λησμονούν τα πάντα. Οι ναυτικοί που δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν με κανέναν τρόπο στα θέλγητρά τους, κατέβαιναν στο νησί τους. Επειδή έμεναν μαγεμένοι από το τραγούδι τους, πέθαιναν εκεί από πείνα και δίψα. Γι’ αυτό, δίπλα στις Σειρήνες, που ήταν πουλιά με κεφάλι γυναίκας, υπήρχαν τεράστιοι σωροί από ανθρώπινα κόκαλα.

Αμέσως ο πανέξυπνος Οδυσσέας έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο που του είχε συμβουλέψει η Κίρκη. Έλιωσε κερί και έφραξε μ’ αυτό τ’ αφτιά των συντρόφων του· έπειτα τους έβαλε να τον δέσουν πάνω στο κατάρτι. Αυτός θα ήταν ο μόνος που θα άκουγε το μαυλιστικό τραγούδι. Όταν έφτασαν μπροστά στο νησί, οι Σειρήνες κάλεσαν τον Οδυσσέα με το γλυκόφωνο τραγούδι τους.

Γνώριζαν την ταυτότητα του ήρωα και όλα τα γεγονότα του Τρωικού πολέμου. Αυτός άρχισε να χτυπιέται και να κάνει νοήματα στους συντρόφους να τον λύσουν. Μα ο Περιμήδης και ο Ευρύλοχος, σύμφωνα με τις διαταγές που τους είχε δώσει από πριν, έσφιγγαν περισσότερο τα σκοινιά.

ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΗ

Με σχετική ευκολία λοιπόν κατάφεραν να ξεπεράσουν τη δοκιμασία των Σειρήνων χωρίς να θρηνήσουν θύματα. Τώρα όμως είχε φτάσει η ώρα για μια από τις πιο δύσκολες περιπέτειες. Υπήρχαν δυο κατευθύνσεις που μπορούσαν ν’ ακολουθήσουν. Από τη μια πλευρά υπήρχαν οι Συμπληγάδες Πέτρες, δύο τεράστιοι βράχοι που άνοιγαν και έκλειναν συνεχώς. Κανένα πλοίο δεν μπορούσε να περάσει από κει, γι’ αυτό η περιοχή ήταν γεμάτη από ναυάγια πλοίων και κορμιά ναυτών. Μόνο η γοργοτάξιδη Αργώ τα κατάφερε με τη συμπαράσταση της Ήρας που προστάτευε τον Ιάσονα. Μα ακόμη και τα άγρια περιστέρια που μεταφέρουν την αμβροσία στον Δία, κάθε μέρα που περνούν από εκεί λιγοστεύουν κατά ένα και ο Δίας στέλνει άλλο για να συμπληρωθεί ο αριθμός τους. Προς την άλλη μεριά, όπου τελικά κατευθύνθηκαν, όπως είχε συμβουλέψει και η Κίρκη, υψώνονταν δύο τεράστιοι βράχοι. Ο ένας έφτανε ως τον ουρανό και χειμώνα καλοκαίρι ήταν σκεπασμένος από μαύρα σύννεφα. Κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε ν’ ανέβει εκεί πάνω, γιατί ήταν βράχος λείος και γλιστερός. Προς τη μέση περίπου του βράχου υπήρχε μια σπηλιά που δε φαινόταν από τα καράβια. Εκεί κατοικούσε ένα τέρας τρομερό, η Σκύλλα, που γάβγιζε με φοβερή φωνή. Ήταν θηρίο με δώδεκα πόδια και έξι λαιμούς που ο καθένας κατέληγε σε τρομερό κεφάλι με τρεις σειρές πυκνά δόντια. Μέσα από τη σπηλιά πρόβαλλε τα κεφάλια της, άρπαζε τους ανήμπορους ναύτες και τους καταβρόχθιζε. Στον άλλο βράχο, που ήταν πιο χαμηλός, ζούσε η Χάρυβδη. Αυτή τρεις φορές τη μέρα ρουφούσε τη θάλασσα και μετά την ξερνούσε με δύναμη. Έτσι, τσάκιζε όποιο καράβι περνούσε εκείνη τη στιγμή.

Ο Οδυσσέας, που τα γνώριζε όλα αυτά, έδωσε εντολή στον καπετάνιο του καραβιού να περάσει σύριζα από το βράχο της Σκύλλας, γιατί διαφορετικά η καταστροφή όλων ήταν βέβαιη. Όμως δε μίλησε στους συντρόφους του για το φοβερό τέρας, γιατί φοβόταν πως θα παρατούσαν τα κουπιά και θα κρύβονταν όλοι στο αμπάρι. Ο ίδιος πήρε στα χέρια του τα όπλα του, ελπίζοντας πως θα εμπόδιζε τη Σκύλλα να αρπάξει κάποιους από τους συντρόφους του.

Εκείνη την ώρα η Χάρυβδη είχε αρχίσει να ρουφά και να ξερνά το νερό της θάλασσας. Σε κάποια στιγμή φάνηκε ακόμη και η μαύρη άμμος που βρίσκεται στον πάτο της θάλασσας.

Στη συνέχεια με μεγάλη ορμή ξέρασε το θαλασσινό νερό δημιουργώντας μεγάλη αντάρα.

Ενώ όμως ο Οδυσσέας και οι άντρες του κερωμένοι από το φόβο τους παρακολουθούσαν το φριχτό θέαμα, η Σκύλλα βρήκε την ευκαιρία και άρπαξε έξι από τους συντρόφους, τους πιο δυνατούς και τους πιο θαρραλέους. Αυτοί κουνώντας χέρια και πόδια παρακαλούσαν τον αρχηγό τους να τους σώσει. Δυστυχώς αυτός ήταν εντελώς ανήμπορος να κάνει κάτι. Η περιπέτεια της Σκύλλας ήταν για τον Οδυσσέα η πιο φριχτή απ’ όλες όσες πέρασε στην απέραντη θάλασσα.

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Συνεχίζοντας το ταξίδι τους έφτασαν στο νησί του Ήλιου. Εκεί έβοσκαν τα κοπάδια του λαμπρού θεού, που τα πρόσεχαν οι δύο κόρες του, η Λαμπετώ και η Φωτεινή. Αμέσως στο μυαλό του Οδυσσέα ήρθε ο χρησμός του Τειρεσία, μα και τα λόγια της Κίρκης. Για να αποφύγει εντελώς τον κίνδυνο ζήτησε από τους άντρες του να συνεχίσουν την κωπηλασία και να προσπεράσουν το νησί. Ο Ευρύλοχος όμως, με πικρά λόγια του παραπονέθηκε λέγοντας πως είναι σκληρός που δεν αφήνει τους συντρόφους του να ξεκουραστούν μετά από τόσες ταλαιπωρίες. Όλοι οι ναύτες συμφώνησαν μαζί του. Ο Οδυσσέας το δέχτηκε, μα πρώτα τους έβαλε να ορκιστούν ότι δε θα πείραζαν τα βόδια του Ήλιου. Κατέβηκαν λοιπόν στην ακρογιαλιά του νησιού, έφαγαν κι αποκοιμήθηκαν.

Όμως την άλλη μέρα άρχισε να φυσάει Σιρόκος (Νοτιάς) και τους εμπόδιζε να ξεκινήσουν πάλι. Αυτό συνεχίστηκε για έναν ολόκληρο μήνα. Τέλειωσαν τα τρόφιμα που είχαν στο αμπάρι και άρχισαν να τρέφονται με κυνήγι και ψάρια.

Μια μέρα ο Οδυσσέας τραβήχτηκε στο εσωτερικό του νησιού για να κάνει δέηση στους θεούς να στείλουν ευνοϊκό άνεμο. Τότε οι αθάνατοι του έριξαν βαθύ ύπνο. Στο μεταξύ οι άντρες που έμειναν πίσω, ταλαιπωρημένοι καθώς ήταν από την πείνα, δεν άντεξαν, παραβίασαν τον όρκο τους και έσφαξαν τα βόδια του Ήλιου και τα πέρασαν στις σούβλες. Αργότερα ξύπνησε ο Οδυσσέας και από τη μυρωδιά του ψημένου κρέατος κατάλαβε ότι τους περίμενε μεγάλη συμφορά.
Ήδη η Λαμπετώ έτρεξε και ειδοποίησε τον πατέρα της για την ανόσια πράξη. Αυτός απευθύνθηκε στον Δία και ζήτησε να τους τιμωρήσει. Ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων υποσχέθηκε εκδίκηση και έστειλε αμέσως το πρώτο σημάδι. Τα δαρμένα βόδια που οι άντρες πέρασαν στις σούβλες άρχισαν να μουγκρίζουν σαν να ήταν ζωντανά. Παρόλα αυτά, οι ναύτες για έξι ολόκληρες μέρες έτρωγαν και έπιναν.

Την έβδομη μέρα έπαψε να φυσά Νοτιάς και σήκωσαν αμέσως πανιά. Μόλις όμως απομακρύνθηκαν από το νησί, ένα τεράστιο, κατάμαυρο σύννεφο σκέπασε τον ουρανό και ξέσπασε φοβερή θαλασσοταραχή. Το πλοίο άρχισε να βυθίζεται και τότε ο Δίας το αποτέλειωσε ρίχνοντας ένα αστροπελέκι. Τότε όλοι οι σύντροφοι έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Μόνο ο Οδυσσέας κατάφερε να γαντζωθεί στην καρίνα του πλοίου και τη χρησιμοποίησε ως σανίδα σωτηρίας.

Σε λίγο άρχισε να λυσσομανάει ο άνεμος προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όλη τη νύχτα το πλοίο παράδερνε στα κύματα και το πρωί βρέθηκε κοντά στα βράχια της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Την ώρα εκείνη η Χάρυβδη ρουφούσε το πέλαγος, αλλά ο Οδυσσέας πιάστηκε από τα τεράστια κλαδιά μιας αγριοσυκιάς. Εκεί κρεμόταν για αρκετή ώρα μέχρι το σιχαμερό τέρας να ξεράσει πάλι την καρίνα. Ο Οδυσσέας τότε άφησε τα κλαδιά του δέντρου βούτηξε στη θάλασσα και πιάστηκε από την ξύλινη σανίδα.

ΚΑΛΥΨΩ

Εννιά μερόνυχτα παράδερνε μέχρι που έφτασε στην Ωγυγία, το νησί της Καλυψώς. Αυτή ήταν Νύμφη αθάνατη, κόρη του Άτλαντα. Ζούσε απομονωμένη από θεούς και ανθρώπους, με μόνη συντροφιά τις δούλες της. Για σπίτι είχε μια σπηλιά μέσα στο δάσος. Γύρω από τη σπηλιά απλωνόταν μια κληματαριά φορτωμένη σταφύλια. Τέσσερις βρύσες έτρεχαν αδιάκοπα γάργαρο νερό. Λίγο πιο πέρα απλώνονταν λιβάδια με βιολέτες και άγριους κρίνους.

Η νύμφη περιμάζεψε το ναυαγισμένο ήρωα που ήταν σχεδόν μισοπεθαμένος. Τον περιποιήθηκε, του έδωσε να φάει και να πιει και έγιανε τις πληγές του. Όταν ο Οδυσσέας στυλώθηκε στα πόδια του και ντύθηκε με τους λαμπρούς χιτώνες που του έδωσε, η θεά θαμπώθηκε από την ομορφιά του και τον ερωτεύτηκε. Ήθελε να τον κρατήσει για πάντα κοντά της και του υποσχέθηκε να τον κάνει αθάνατο.

Ο ήρωας έζησε ευτυχισμένος κοντά της εφτά ολόκληρα χρόνια. Όταν όμως άρχισε να τον κυριεύει πάλι η νοσταλγία για τη γλυκιά πατρίδα, η Καλυψώ δεν τον άφηνε να φύγει. Έτσι αυτός περνούσε ώρες ατέλειωτες κλαίγοντας στην ακροθαλασσιά.

Με την υπόθεση του Οδυσσέα ασχολούνταν πολύ συχνά στις συνελεύσεις τους οι θεοί. Η Αθηνά μάλιστα, που προστάτευε τον ήρωα, διαρκώς προσπαθούσε να θυμίσει στους αθάνατους τα ατέλειωτα πάθη του, επισημαίνοντας πως έφτασε η ώρα να επιστρέψει στην Ιθάκη. Έπεισε λοιπόν τον πατέρα της, τον Δία, να τον βοηθήσει. Αυτός έστειλε τον αγγελιοφόρο του, το γοργόφτερο Ερμή, στην Ωγυγία.

Ο Ερμής βρήκε την Καλυψώ μέσα στη σπηλιά της να υφαίνει και να γλυκοτραγουδάει. Η Νύμφη τον περιποιήθηκε με χαρά, μα όταν άκουσε την εντολή του Δία, δηλαδή να αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει για την πατρίδα, εξοργίστηκε. Άρχισε να αναφέρει τότε πολλές ιστορίες θεών που ερωτεύτηκαν θνητούς, αλλά οι ζηλιάρηδες θεοί δε τις άφησαν να χαρούν τον έρωτά τους. Τελικά όμως συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε τρόπος να αντισταθεί στη βουλή του Δία.

Όταν έφυγε ο Ερμής, έτρεξε στην παραλία και βρήκε τον αγαπημένο της που αγνάντευε με δάκρυα το πέλαγος. Τότε του είπε με παραπονιάρικη φωνή.

– Μη στενοχωριέσαι και μη βαλαντώνεις στο κλάμα. Έφτασε η ώρα που περίμενες τόσα χρόνια· θα σε στείλω στην πατρίδα σου. Μόνο, σήκω και πιάσε να φτιάξεις μια σχεδία.

Ο Οδυσσέας δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Νόμιζε πως η θεά τον κορόιδευε, γι’ αυτό της ζήτησε να ορκιστεί στο όνομα των αθάνατων Ολυμπίων και στα ιερά νερά της Στύγας. Αφού έγινε αυτό, ξεκίνησαν και οι δύο για τη σπηλιά τους. Εκεί η Καλυψώ ετοίμασε πλούσιο γεύμα για το θνητό άντρα και νέκταρ και αμβροσία για την ίδια. Σε μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια να τον κρατήσει κοντά της του είπε:

– Αν ήξερες Οδυσσέα, πόσα πικρά φαρμάκια σε περιμένουν μέχρι να φτάσεις στην Ιθάκη, σίγουρα θα καθόσουν εδώ μαζί μου να σε κάνω αθάνατο.

Όμως ο Οδυσσέας της απάντησε για μια ακόμη φορά πως η μόνη του λαχτάρα ήταν να δει έστω και από μακριά το νησί του. Αφού έφαγαν, πέρασαν το βράδυ αγκαλιασμένοι και χάρηκαν τον έρωτα.

Την άλλη μέρα το πρωί η Καλυψώ τον οδήγησε σ’ ένα δάσος από λεύκες και έλατα και αφού του έδωσε τα κατάλληλα εργαλεία, τον άφησε να φτιάξει τη σχεδία του. Ο ήρωας, χαρούμενος για την απόφαση της Νύμφης, δούλευε με όρεξη από το πρωί ως το βράδυ σαν τον πιο έμπειρο ναυπηγό. Τέσσερις μέρες πέρασαν κι έφτιαξε μια δυνατή και γερή σχεδία. Η Καλυψώ του έδωσε κι ένα κομμάτι καραβόπανο για να περάσει στο κατάρτι του.

Την πέμπτη μέρα η θεά τον έλουσε και τον έντυσε με λαμπρά ευωδιαστά ρούχα. Του έδωσε τροφές και νερό καθώς και ένα ασκί γλυκό, μαύρο κρασί. Αφού τον αποχαιρέτησε θερμά, του έστειλε γλυκό, πρίμο αεράκι για να ξεκινήσει το ταξίδι του.

Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ

Δεκαεφτά ολόκληρες μέρες ταξίδευε και τη δέκατη όγδοη άρχισαν να αχνοφαίνονται τα βουνά από τη χώρα των Φαιάκων. Για κακή τύχη όμως του χιλιοβασανισμένου ήρωα, εκείνη τη στιγμή ο Ποσειδώνας γυρνούσε από μια γιορτή που έκαναν προς τιμή του στη χώρα των Αιθιόπων. Μόλις είδε τον Οδυσσέα κοντά στη στεριά, εξοργίστηκε με τους υπόλοιπους Ολύμπιους που εκμεταλλεύτηκαν την απουσία του και βοήθησαν τον περιγελαστή του γιου του.

Γι’ αυτό ορκίστηκε να τον βασανίσει ακόμη περισσότερο. Αμέσως σκέπασε τη στεριά και τη θάλασσα με μαύρα σύννεφα. Με την τρίαινά του συντάραξε το πέλαγος και σήκωσε τεράστια κύματα. Άρχισαν να φυσάνε μαζί ο Σιρόκος, ο Ζέφυρος και ο Βοριάς.

Τότε τα γόνατα του Οδυσσέα λύθηκαν και η καρδιά του κόντευε να σπάσει. Λυπόταν που δεν είχε πέσει κι αυτός στο τρωικό πεδίο της μάχης και να ήταν τώρα ένας τιμημένος νεκρός πολεμιστής. Κι ενώ σκεφτόταν αυτά, ένα τεράστιο κύμα χτύπησε τη σχεδία του και τον παρέσυρε στη θάλασσα, ενώ παράλληλα έσπασε το τιμόνι και το κατάρτι της σχεδίας του. Αφού πάλεψε με τα κύματα πολλή ώρα, γιατί τον βάραιναν τα ρούχα που φορούσε, πιάστηκε πάλι από το σκαρί της σχεδίας του, που το παράσερνε ο άνεμος εδώ κι εκεί.

Εκείνη την ώρα ξεπήδησε μέσα από τα κύματα η Λευκοθέα, μια θαλασσινή θεά που προστάτευε τους ναυτικούς και στάθηκε πλάι του πάνω στη σχεδία. Αυτή τον συμβούλεψε να βγάλει τα ρούχα που τον βάραιναν, να εγκαταλείψει τη σχεδία και κολυμπώντας να φτάσει στη στεριά. Τον προειδοποίησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πνιγεί και του έδωσε ένα μαγικό μαντίλι να δέσει στο σώμα του. Ο Οδυσσέας ακολούθησε φοβισμένος τη συμβουλή της θεάς. Όταν ο Ποσειδώνας τον είδε να παλεύει μονάχος του μέσα στα τεράστια κύματα, έφυγε ικανοποιημένος.

Τότε η Αθηνά σταμάτησε τους υπόλοιπους ανέμους εκτός απ’ το Βοριά, που με τα κύματά του έσπρωχνε τον Οδυσσέα στη στεριά. Δύο μερόνυχτα παράδερνε στην ανεμοζάλη των κυμάτων και την τρίτη μέρα φάνηκαν οι ακτές του νησιού των Φαιάκων. Ο πολυμήχανος βασιλιάς, που είχε μεγάλη πείρα από τη θάλασσα, διαπίστωσε πως οι ακτές ήταν βραχώδεις και τα νερά αρκετά βαθιά. Δε θα μπορούσε λοιπόν να βγει στη στεριά, αφού τα κύματα θα τον χτυπούσαν αλύπητα πάνω στα βράχια. Κι αυτό θα είχε συμβεί, μα ευτυχώς δύο διαδοχικές φορές επενέβη η Αθηνά η Παλλάδα και τον γλίτωσε. Ο Οδυσσέας, τελικά, βρέθηκε στη ροή ενός ποταμού που χυνόταν στο πέλαγος· του απεύθυνε θερμή επίκληση σωτηρίας και ο ποταμός άκουσε την προσευχή του. Σε λίγο ο πολύπαθος ήρωας βρέθηκε στη στεριά.

Η κατάστασή του ήταν πολύ άσχημη. Ήταν πληγωμένος και πρησμένος σ’ ολόκληρο το κορμί του· από το στόμα και τη μύτη του έβγαζε θαλασσινό νερό και στο τέλος λιποθύμησε. Μόλις συνήλθε, έριξε στη θάλασσα το μαντίλι της Λευκοθέας, όπως τον είχε συμβουλέψει η θεά. Έπειτα κατευθύνθηκε στο δάσος που υπήρχε κοντά. Στάθηκε κάτω από δυο ελιές που ήταν τόσο κοντά η μια στην άλλη, ώστε τα κλαδιά τους πλέκονταν και δεν άφηναν να περάσει μήτε το φως του ήλιου, μήτε η βροχή. Εκεί έφτιαξε ένα πρόχειρο στρώμα από χώμα και ξερά φύλλα και έπεσε αποκαμωμένος για ύπνο.